- κραρουπισμός
- οπαλαιά μέθοδος για την αύξηση τής επαγωγικής αντίστασης ενός ζεύγους αγωγών σε μια τηλεφωνική ή τηλεγραφική γραμμή με την περιέλιξη κάθε αγωγού με λεπτό σύρμα, με λεπτή σιδερένια ταινία ή με ταινία μαγνητικού κράματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. krarupisation από το όν. τού Δανού μηχανικού C.E. Krarup].
Dictionary of Greek. 2013.